Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Δυσθυμία - Ολίβια Β.

στον κήπο με τους μαύρους στήμονες
πόσο ανοίκεια μπορούν να γίνουν τα οικεία
πόσο μίζερο ένα κρεβάτι,
πόσο θλιβερή τροφή

βαρέθηκα αυτά τα καρφιά σου,
σφραγίζουνε τον τάφο μου
βαρέθηκα τη βροχή,
έγινε ποτάμι
και τώρα που οι στάλες της είναι πιο αιχμηρές από ποτέ,
η αηδία μου είναι ψοφίμι από πλήξη
η όμβρινη παλίρροια ανεβαίνει στο λαρύγγι μου
και με πνίγει

αργοπεθαίνει το κοράκι
άφωνο πια και δίχως δόντια,
στο βυθό των φαντασμάτων ενός ανιαρού ονείρου,
όταν όλα τελειώνουν
η πόρτα κλείνει
με ήχο από φεγγαρίσιο μέταλλο,
αφού κάθε φορά που ραγίζει το φεγγάρι
πετούν και πετούν
και πέφτουν
πάντα μόνοι

χαμογελώντας σκέφτομαι τα μάτια σου
δίχως περίσσευμα δακρύων
η θάλασσα
θα παραμένει μόνο
εκεί που εγώ κι εσύ
θα πέφτουμε μαζί
μα εσύ σαν ξένος
γυρνάς την πλάτη σου,
και φεύγεις

άρρωστη, άρρωστη γραφή μου
με θέλεις πάντοτε νεκρή

 
άραγε νοιάστηκες ποτέ

ή το φαντάστηκες;