Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

μη μου τους κύκλους τάρατε - Ολίβια Β.




δεν γνωρίζω αν τελικά
στο φως σε βρήκα
ή στο σκοτάδι
κολλημένη στο ταβάνι
ο ίλιγγος στο κεφάλι μου επάνω
στο στόμα μου μέσα θαλάσσια φρενίτιδα
και όσα μου είπες γιατί μου τα είπες
γιατί ειν'τα λόγια σου τρομαγμένα πουλιά που πετούν

αλίμονο σε μένα που κλαίω
κάθε που ανθίζει ο μαύρος ιστός
μιας αράχνης ευθύνης
πάντα συγκρίνει, πάντα με κρίνει
και έρχεται η πονηρή με αιωρούμενα μαχαίρια με πνίγει
στο αίμα μου που γίνεται νερό που διαλύεται
ακόμα ένας κύκλος θα μένει ανοικτός
γιατί αφήνεις να σφίγγει ολοένα ο κλοιός

φεγγάρι από μπετόν δίχως άκρες
μπηγμένο καρφί στο ουράνιο μάγουλο
κουβαλά της ακτίνας το βάρος
και θρυμματίζεται ο ήχος
τελευταίος σαν ίχνος
όταν το τηλέφωνό σου χτυπά
και απαντά το πέος σου
πεινασμένο σαρκοφάγο ηλιοτρόπιο
απόψε για μένα κανένα γιατί
είναι μια λέξη που έχει ήδη ειπωθεί


δεν ήταν δεν είναι, ποτέ δεν θα γίνει
(δεν ήσουν δεν είσαι, ποτέ δεν θα γίνεις)
στις στάχτες της μέσα μαζί της θα σβήνεις γιατί...

Παρασκευή 10 Απριλίου 2020

Οι γιοι της καταστροφής - Σίλουαν Κ.


Εκδορές οφθαλμών σε φιλμ 35 χιλιοστών
σφαλίζουν τα μεσάνυχτα - τα μάτια μας ως απάντηση στον τριγμό της νύχτας :
πως ορέγονται σπείρες μακρυά σου, είδα                                                          
                                                                    χρόνε των αλλοφρόνων παραστάσεων
πως ορέγονται την ακτινογραφική λάμψη μακρυά σου, είδα
                                                                    χρόνε της κτηνώδους λαιμαργίας
πως ορέγονται το διυλιστήριο του εφιάλτη:  καμωμένο απ’ τις Ημέρες της Οργής
και λευκό άγαλμα που φωτίζεται

απ’ την σελήνη – οδόστρωμα του αίματος, οι νεκροί έχουν εκλείψει πια λέει το ψιθύρισμα του ανέμου και είναι το σαγόνι μας κολλημένο - αμφεταμίνη του θάρρους παρελαύνει και μας υπνωτίζει, λευκό μάρμαρο λεκιασμένο, σε είδα, αποτυπωμένη μάχαιραν έδωκες μάχαιραν θα λάβεις  στο λευκό μάρμαρο της τελειότητας, στο λευκό μάρμαρο της πειθαρχίας και της προσταγής και ήσουνα η Τρέλα των Εσχάτων. Ο προβολέας ανάβει. Και θα εισβάλλει στον αμφιβληστροειδή μου, όπως ένα κόκκινο τριαντάφυλλο βλασταίνει στο περβάζι σου, όπως το ηλιοβασίλεμα πίσω απ’ τα βουνά, εισβάλει στις καρδιές των ονείρων μας. Και πλέον ακούω από μακριά τις φωνές νέων μασκοφόρων – τα απρόσωπα πτηνά τις εποχής- ένας μακάο της υπερβολής να βαραίνει τους ώμους μου, ένας αετός-πληγή να θρέφεται απ’ την κοιλιά μου, μια καρδερίνα αγάπης να παραληρεί -, Είναι ένας αγώνας για την καθημερινή αφασία και τρέφει τις αδυναμίες μας, οι ευνούχοι τραγουδάνε και οι σαλοί σιωπούνε - εγώ ανατρίχιασα στο κόκαλο και είπα: θα συμμετέχω με τις γροθιές μου.

Εκδορές οφθαλμών σε φιλμ 35 χιλιοστών επιβεβαιώνουν την τυφλότητα ως αρετή. Η εξέταση του θανάτου πάνω σε διαφάνειες κοβαλτίου – νεαροί που χαϊδεύονται στο μπλε φίλτρο- ο προβολέας χάσκει πάνω απ’ τα κεφάλια μας – η σκιά μας παρεμβαίνει και έπειτα τραβάει τον δρόμο της - μες την ψυχή του κλέφτη που διαβαίνει τις ασημάδευτες πόρτες - μες στο πρόσταγμα της άμαξας που διασχίζει την συνοικία
μες τα ιδρωμένα δάχτυλα των βασανιστών
κάνοντας με να λιώνω - μακρυά σου
κάνοντας με να τρέχω ξοπίσω σου
κάνοντας με να σε εκλιπαρώ: ο βοτανικός κήπος είναι κλειστός απόψε!


Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ξημέρωμα - Morley



Ο καπνός είναι ιγκουάνα,
σαν ματωμένο παιδί στον αέρα ιπτάμενο
σε μια στροφή στην άσφαλτο
να εκραγώ μπλεγμένος στην αδρεναλίνη των άπειρων κινήσεων.

O χρόνος λιώνει σε μια κλεψύδρα,
σαν πεταλούδα δεμένη σε χίλια μετρημένα φτερουγίσματα
στα χιλιάδες βλέμματα που ανοιγοκλείνουν καθημερινά
έχω το φόβο στα χέρια και δυο γκριμάτσες αλλιώτικες.

Ο πόνος φτύνεται με φλόγες στον υπόνομο
σαν σταυρωμένος καλλιτέχνης στα 90's
ρουφάω το τελευταίο τσιγάρο με το βλέμμα στον τελευταίο καθρέπτη
λιώνω την υστερική κατσαρίδα της νευρικής τρέλας.

O κόσμος φύτρωσε στο σκοτάδι
σαν το θορυβώδες πέρασμα μιας μεθυσμένης παρέας τη νύχτα
στη σύγκρουση δύο σβέλτων αυτοκινήτων
έλιωσε σαν δέρμα στην καυτή λαμαρίνα.

Σε εκείνο το δρόμο που το φεγγάρι χύνεται ρυθμικά
στην αόρατη μηχανή των μεσονυκτίων
λειτουργεί αιώνια και κατασκευάζεται στα θέατρα των μεσημβρινών
το αυριανό ξημέρωμα.  

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Η πιο ασημένια ακτή - Ολίβια Β.



Στην πιο ασημένια ακτή με τα τρία φεγγάρια
χορεύει η σκόνη στη μουσική των καμπανών
που τις βαρούν μισότρελα ποντίκια.
Στις σκιές τους τα φεγγάρια χαράζουν περιθώριο
φτύνοντας στους αμμόλοφους αραχνόμορφη παλίρροια
παρά της χαραυγής το φως που ουρλιάζει
παρά και τα σκουλήκια που έχυσαν το αίμα τους
στον βράχο με τις φτερωμένες παπαρούνες.

Στην πιο ασημένια ακτή με τα δύο φεγγάρια
μια τριανταφυλλιά σκαρφαλώνει σε ονόματα νυμφών
αγκαλιασμένες μες την άμμο
συστρέφεται και στραγγαλίζει το γαλανό κοχύλι
και νύχτα και νύχτα και θύελλα
που φεγγοβολά γλυκιά ευωδία
πάνω σε κουφάρια ναρκωμένων καραβιών, άθελά της
παρά το ταβάνι που ζήσαμε κολλημένοι
παρά και τα δέρματά μας που ξεράθηκαν από τη στάχτη.

Στην πιο ασημένια ακτή είναι αλαργινό το μοναδικό φεγγάρι
κρυμμένο καλά μέσα στο χέρι μου.
Σέρνει κυματόμορφους ανέμους πάνω από την άβυσσο
σαν να δέεται σε διαστημικές χίμαιρες και σχίζει την ομίχλη
παρά τα τέρατα που ξερνούν σκουριασμένα καρφιά στην άμμο
και ανθίζουν πεταλούδες εκεί που πέφτουν
σκορπάνε τ'άρωμά τους και πεθαίνουν
παρά και το κρεβάτι μου που αργά αργά βουλιάζει στο ακρογιάλι.

Στην πιο ασημένια ακτή με τα φεγγάρια που έγιναν όλα πια θρύψαλα
ο χειμώνας με πόδια γλυμμένα από τη θάλασσα
βαδίζει ολομόναχος πάνω στο άλογό του.
Με κάθε χνάρι στους νερόλακκους ψιθυρίζει θλιμμένη ωδή σαν να είναι άδεια
που πάλλεται και ταξιδεύει και ρουφά τα μάτια των ετοιμοθάνατων
δίχως να σταματά να πίνει
ανοιγμένα φυτά και άρρωστη βροχή
δίχως να σταματά να πίνει
το φαγωμένο όνομά μου.

Και εγώ εκεί,
στην πιο ασέληνη ακτή
να γράφω πάντα με δυο χέρια για τις φλόγες των εφιαλτών μου
δίχως να σταματώ να πίνω 
οδυνηρές φουσκάλες της παλίρροιας
σταγόνες τρέλας με πυρωμένα χείλη
καθώς τρέχουνε από τις πληγές μου
στα πράσινα των μαλλιών μου φύκια και τα όστρακα
και το αλλόκοτο αυτό νερό
που πνίγει τα χρόνια μέσα στην τρικυμία και την καταιγίδα
πριν ακόμα από το πρώτο φεγγάρι
ή ίσως κι από πάντα.