Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

ξημέρωμα - Morley



Ο καπνός είναι ιγκουάνα,
σαν ματωμένο παιδί στον αέρα ιπτάμενο
σε μια στροφή στην άσφαλτο
να εκραγώ μπλεγμένος στην αδρεναλίνη των άπειρων κινήσεων.

O χρόνος λιώνει σε μια κλεψύδρα,
σαν πεταλούδα δεμένη σε χίλια μετρημένα φτερουγίσματα
στα χιλιάδες βλέμματα που ανοιγοκλείνουν καθημερινά
έχω το φόβο στα χέρια και δυο γκριμάτσες αλλιώτικες.

Ο πόνος φτύνεται με φλόγες στον υπόνομο
σαν σταυρωμένος καλλιτέχνης στα 90's
ρουφάω το τελευταίο τσιγάρο με το βλέμμα στον τελευταίο καθρέπτη
λιώνω την υστερική κατσαρίδα της νευρικής τρέλας.

O κόσμος φύτρωσε στο σκοτάδι
σαν το θορυβώδες πέρασμα μιας μεθυσμένης παρέας τη νύχτα
στη σύγκρουση δύο σβέλτων αυτοκινήτων
έλιωσε σαν δέρμα στην καυτή λαμαρίνα.

Σε εκείνο το δρόμο που το φεγγάρι χύνεται ρυθμικά
στην αόρατη μηχανή των μεσονυκτίων
λειτουργεί αιώνια και κατασκευάζεται στα θέατρα των μεσημβρινών
το αυριανό ξημέρωμα.  

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Η πιο ασημένια ακτή - Ολίβια Β.



Στην πιο ασημένια ακτή με τα τρία φεγγάρια
χορεύει η σκόνη στη μουσική των καμπανών
που τις βαρούν μισότρελα ποντίκια.
Στις σκιές τους τα φεγγάρια χαράζουν περιθώριο
φτύνοντας στους αμμόλοφους αραχνόμορφη παλίρροια
παρά της χαραυγής το φως που ουρλιάζει
παρά και τα σκουλήκια που έχυσαν το αίμα τους
στον βράχο με τις φτερωμένες παπαρούνες.

Στην πιο ασημένια ακτή με τα δύο φεγγάρια
μια τριανταφυλλιά σκαρφαλώνει σε ονόματα νυμφών
αγκαλιασμένες μες την άμμο
συστρέφεται και στραγγαλίζει το γαλανό κοχύλι
και νύχτα και νύχτα και θύελλα
που φεγγοβολά γλυκιά ευωδία
πάνω σε κουφάρια ναρκωμένων καραβιών, άθελά της
παρά το ταβάνι που ζήσαμε κολλημένοι
παρά και τα δέρματά μας που ξεράθηκαν από τη στάχτη.

Στην πιο ασημένια ακτή είναι αλαργινό το μοναδικό φεγγάρι
κρυμμένο καλά μέσα στο χέρι μου.
Σέρνει κυματόμορφους ανέμους πάνω από την άβυσσο
σαν να δέεται σε διαστημικές χίμαιρες και σχίζει την ομίχλη
παρά τα τέρατα που ξερνούν σκουριασμένα καρφιά στην άμμο
και ανθίζουν πεταλούδες εκεί που πέφτουν
σκορπάνε τ'άρωμά τους και πεθαίνουν
παρά και το κρεβάτι μου που αργά αργά βουλιάζει στο ακρογιάλι.

Στην πιο ασημένια ακτή με τα φεγγάρια που έγιναν όλα πια θρύψαλα
ο χειμώνας με πόδια γλυμμένα από τη θάλασσα
βαδίζει ολομόναχος πάνω στο άλογό του.
Με κάθε χνάρι στους νερόλακκους ψιθυρίζει θλιμμένη ωδή σαν να είναι άδεια
που πάλλεται και ταξιδεύει και ρουφά τα μάτια των ετοιμοθάνατων
δίχως να σταματά να πίνει
ανοιγμένα φυτά και άρρωστη βροχή
δίχως να σταματά να πίνει
το φαγωμένο όνομά μου.

Και εγώ εκεί,
στην πιο ασέληνη ακτή
να γράφω πάντα με δυο χέρια για τις φλόγες των εφιαλτών μου
δίχως να σταματώ να πίνω 
οδυνηρές φουσκάλες της παλίρροιας
σταγόνες τρέλας με πυρωμένα χείλη
καθώς τρέχουνε από τις πληγές μου
στα πράσινα των μαλλιών μου φύκια και τα όστρακα
και το αλλόκοτο αυτό νερό
που πνίγει τα χρόνια μέσα στην τρικυμία και την καταιγίδα
πριν ακόμα από το πρώτο φεγγάρι
ή ίσως κι από πάντα.