Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Κινούμενοι στην περιφέρεια των πραγμάτων - Σίλουαν Κ.


Κινούμενοι στην περιφέρεια των πραγμάτων όπως μια φράση-κλειδί εμφανίζεται σ’ένα όνειρο όπως ένα όνειρο-κλειδί έχει την γεύση της πρωινής οδοντόκρεμας και διαλύεται μαζί με το αίμα κινούμενοι στην περιφέρεια των πραγμάτων όπως ένας προσκυνητής στην Μέκκα-νυχτερίδα ή στην Μέκκα που χάνεται στην ομίχλη συνεχώς κινούμενοι στην ημιφωτισμένη περιφέρεια των πραγμάτων οπού μπλέκονται οι αστερισμοί με την νεότητα και η βραδινή λεωφόρος μ’ένα είδος ασκητικής ησυχίας· και η περιφέρεια των πραγμάτων συγκλίνει στο παράδοξο ή στο ψέμα. Ο σωστός κωδικός βρίσκεται στην απάτη που κρύβει μια ανατολή και στην σύγχυση όταν ξυπνάμε στη μέση ενός μυστικού κέντρου επιχειρήσεων;

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2018

Στο Λιμάνι - Morley



Δεκαεννιά ζευγάρια πανέμορφα οπίσθια
τα κορίτσια στο λιμάνι ονειρεύονται νεκρές τους νεκρούς πελαργούς
βρωμοκοπάνε αλκοόλ και θανατίλα στους κόκκινους καναπέδες.
Ενενήντα χιλιάδες λέξεις και θα σπάσουμε τα σπίτια σας.
Όλοι οι νεκροί στο λιμάνι και οι κακοποιημένες πόρνες,
οι νταβατζήδες με τα κατσαβίδια στις τσέπες, η κλασσική λογοτεχνία
και ο Ανδρίκος ο ταρίφας, τα κορίτσια του Εθνικού και ο βροχερός καιρός, τα αποτυχημένα
botox στις πενηντάρες τσατσάδες.
Σπέρνεται το νέο σκοτάδι μπροστά και από πίσω ακολουθούν πιστά κυνηγόσκυλα
Cadillacs του ’50.
Οι ανάγκες είναι δύσκολα παιδιά με ψυχολογικά προβλήματα.

Κουφάρια σφυρηλατημένα στον πόνο και τραγικά αδέρφια ενωθείτε μπροστά στον αχώνευτο μπάτσo ή σκουπίστε το αίμα από τις μύτες σας πνιγμένοι στα χαμόγελα.

Μέχρι να ψοφήσουν ένας ένας οι σκόροι στα φθαρμένα σας παλιόρουχα,
μέχρι να ψοφήσουν και σας πάρουν μαζί τους.
Γονατίστε μπροστά.
Θειάφι και στις αναιμικές σας μέρες.
Πυροβολήστε τον Μάκβεθ στο κεφάλι και σκάστε με ένα ληγμένο μπουκάλι γάλα που βουτήξατε από τα χέρια των αστέγων χαμένων αγοριών στα βάθη της Παραγκούπολης.
Σκάστε στις ακριβές πισίνες των γκαλαρισμένων μούτρων με το πιο χορτασμένο εγκέφαλο, την πιο άδεια κοιλιά και ένα χέρι δυναμίτη.
Ένα χέρι που θα πετάξει το δυναμίτη.

Ή αλλιώς αν θέτε πιείτε το γάλα.

Δωδεκάωρες βάρδιες βγαίνουν από την ζώνη παραγωγής
και σαν κωλόμωρα κλαίνε οι γέροι στα καφενεία.
Η εκκεντρική συμμορία του Μαρτσέλο Γκιλιαρντίνι
δε σκοτώνει πια, αλλά στα μπαλκόνια ανθίζουν ακόμα
τα λουλούδια της Ανδρομά
χης.

Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Έσχατη Μέριμνα - Σίλουαν Κ.


Μιλάς σέρνοντας μια άμαξα, μιλάω σκαλίζοντας αναχρονισμούς, μιλάω φτιάχνοντας τη μελαγχολία που τρίβεται στα πόδια μου απόψε, σιλουανός όπως πέφτω στο χώμα με τα γόνατα λιωμένα, φεύγεις γιατί θέλεις να επιστρέψω νικητής, ο Αόρατος Πόλεμος ήταν χαμένος γιατί διάλεξα την λάθος πλευρά και το λάπτοπ φωτίζει τα μάτια της γάτας σου, θυμάσαι πού είδες ένα ποτάμι στον ύπνο σου; Μα γιατί μιλάς έτσι, αν θες να πεις κάτι πες το στα ίσα, κρύβομαι θα πει σημαδεύω τους κροτάφους με βαμβάκι, κρύβομαι θα πει πυροβολώ έναν ψεύτη, κρύβομαι τουλάχιστον αλλά. Οι στίχοι δε μπορούν να γραφτούν γιατί δε μπορώ να τους θυμηθώ: είναι η αποτυχία μας, αυτές οι λέξεις, το δροσερό ποτάμι των ζωντανών σου είπα τότε, εμείς θα έχουμε χάσει αν δε βρούμε μια άκρη, το μέτωπο μου που δέχτηκε δυο κρύα φιλιά, θα μπορούσαν δυο φιλιά να’ναι μια άκρη; 
όχι δεν θα 
σπάει ο λαιμός της νύχτας για μια βραχνή ανατολή, η έσχατη μέριμνα των κοιμισμένων κάτω απ’τον Μαύρο Ήλιο, η συμβολική εικόνα που καίει το γραφείο μου, όταν η συντριβή ενός χάρτινου ελικοπτέρου, ο γλυκός πόνος ενός δοντιού έτοιμου να πέσει, το ζεστό αίμα μιας θυσίας που μας δικαίωσε, στραμμένοι στο οικοδομημένο όνειρο, αυτό το μυαλό δε το χρειάζομαι καθόλου
είναι βάσανο όταν
ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ
μιλάω από μέσα μου και ξύνομαι στην ησυχία της λάμπας. Πόσες διαφορετικές λάμψεις, πόσες διαφορετικές σφαίρες, ξανά για την ίδια έφοδο, ξανά για την ίδια ενέδρα, οι γέφυρες που ανατινάζουμε είναι το μοναδικό πέρασμα·
με το κλείσιμο των ματιών στη λευκή αμμοθύελλα, με τα ανέγγιχτα ξίφη, με τα επίθετα που κυλιούνται πια στην μοκέτα σαν. 
Μιλάω από μέσα μου για τον σπαραγμό που απαιτεί κάθε λέξη από ‘δω και πέρα
μιλάς σέρνοντας μια άμαξα
μιλάω σκαλίζοντας αναχρονισμούς. 

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Ο Κριτικός της Αποκάλυψης - Morley, Σίλουαν Κ.


Είναι σπουργίτι ζωηρό 
το πρώτο ξύπνημα.
Κορυφωμένος σε ένα πανικό
κάποτε
και τρελός αλλά γενναίος
στην καρδιά
αποφάσισα πως 
θα καρφώσω τα σπλάχνα
του ξημερώματος
με κατσαβίδι
που μου δόθηκε απ’
των θνητών τις πολιτείες.
Στις φασαρίες, τις άγευστες τις σούπες
τα ίδια μαχαιρώματα, τους μούλους τους πολίτες
τις κωλόμυγες που σε κυκλώνουν σα ρουφιάνοι
οι ζητιάνοι είναι οι τελευταίοι καουμπόηδες
το σονέτο το ραδιοφωνικό
με ξεκουφαίνει
έξω από τα γυμναστήρια
μαζεύονται οι πιο βλαμμένοι των καιρών
είναι απάνθρωπο και φτηνή κοροϊδία
να θέλεις να κρυφτείς με παρδαλά ρούχα
είναι σα να αράζεις με τον ίδιο θάνατο
στην ίδια πλατεία
και στη γλώσσα σου να κατοικεί
συνεχώς και με πείσμα
η τελευταία γουλιά της ίδιας μπίρας
το ίδιο καυτή και προσβλητική
τα περιστέρια είναι μπάτσοι εξωπλανητικοί
καθυστερημένοι τρελάκηδες
με μια μεγάλη ιδέα
να ταρακουνιέται μπρος πίσω στα κεφαλάκια τους
μπρος πίσω 
μπρος πίσω
σαν το χρυσό ρολόι.
Φώναξε δυνατά πριν να χαθούμε
δώσε προσοχή
στα μηχανάκια
και τα βιαστικά λεοφωρεία
μη σε κοροιδέψει ο γέρος 
με τα ασημένια τα μαλλιά
και τα σκισμένα ρουχα
και σου πουλήσει αυτό που δε χρειάζεσαι
στη μέση της ερήμου
ακόμα έναν κάκτο.
Κλάψε στα ύπουλα πριν να χαθούμε
μη σε δουλέψει κάποιος Θεός
και σου πουλήσει σωτηρία
αυτή που δε χρειάζεσαι 
στο τέλος της ερήμου
αυτή συνήθως είναι χωμένη σε σακούλες πατατάκια
άσσος φίλτρου μαλακό
και στα πρόστυχα κρεβάτια
κοστίζει φτηνά
δηλαδή μια νύχτα και δυο τρία χάρτινα νομίσματα.
Αυτό που σου λείπει είναι
δυο υπερβατικές μπαλωθιές
και ένα νυστέρι αλκοολούχο
δώρο Σκωτσέζου ξωτικού
για να κομματιάσεις το θόρυβο.

                                                           Ρ.Κ.



       Σκέφτηκα να καταγράψω την κίνηση των μπαλονιών όταν σκάνε· η θεωρία του χάους μπορεί να πάει να πνίγει, εγώ αυτή την στιγμή έχω ανάγκη να καταλάβω. Εξάλλου, οι άνθρωποι δεν είναι μπαλόνια, τουλάχιστον απ’όσα ξέρουμε, αν και επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω όσον αφορά τα κύρια χαρακτηριστικά: το φούσκωμα και το ξεφούσκωμα. Έπειτα, σκέφτηκα τις αντιδράσεις των παλιών μου φίλων, τις γκριμάτσες τους, τα τσιριχτά επιφωνήματα τους, τα ειρωνικά γελάκια και την διάχυτη δυσφορία: πάει ο Ντίνος το’χασε για τα καλά! να κυνηγάει μπαλόνια με μια καρφίτσα μες στο σπίτι; ε αυτό είναι πρωτάκουστο! Και τι γελοίο επιστημονικό ύφος είναι αυτό που’ έχει; Θα πω την αλήθεια: η σκέψη αυτή στην αρχή με διασκέδαζε. Ο Βάσως θα σκανδαλιζόταν, θα άφηνε σε κάποιο τραπεζάκι το κρασί του, ξεφυσώντας θα ίσιωνε τα μαλλιά του ξανά και ξανά, ίσως να ερχόταν να με συνεφέρει, πάντα όμως διστακτικά, κρατάω και καρφίτσα, ενώ η Εύη, η γλυκιά μου Εύη θα ντρεπόταν τόσο που θα κοκκίνιζε, θα γελούσε αμήχανα μέχρι να βάλει τις φωνές. Μελαγχόλησα: δεν είναι κατάσταση αυτή στην οποία ζω τον τελευταίο χρόνο. Ή μήπως λέω πολύ. Για να δούμε, τον Ρ. Κ τον γνώρισα τον Μάρτιο, μπορεί τον Απρίλιο. Τι σημασία έχει, ήταν Άνοιξη πάντως, αυτό μπορώ να το εγγυηθώ, και τώρα είναι πάλι Άνοιξη, όποτε ας πούμε, έχω έναν χρόνο πάνω-κάτω. Η μνήμη μου λειτουργεί στην εντέλεια, ίσως ξεχνάει κάποιες ανούσιες λεπτομέρειες αλλά ακόμη και αυτό είναι δείγμα ότι λειτουργεί άψογα: η λήθη είναι η βασική λειτουργία της μνήμης. Αχ, και είναι Άνοιξη, οτιδήποτε τρυπώνει και στέκεται είναι Άνοιξη, ο αναβάτης της φύσης, το άνοιγμα το άνοιγμα το άνοιγμα! Άλλες χρονιές αυτήν την εποχή...σώμα πλεούμενο της μέρας. Δε πρέπει να στεναχωριέμαι. Ο,τι μου συνέβη ήταν ευλογία, ήταν η άλλη Άνοιξη, ο νέος Μάης: ο καρδιακός ερωδιός που προεκτείνει το ράμφος του, αυτός ο μπλε ή χρυσός ερωδιός, πόσα και ποσά χρόνια κρυβόταν τρομαγμένος. Ένας ερωδιός από γυαλί στη μέση της ερήμου! Ποτέ δεν είναι αργά αρκεί να’χεις θάρρος (σημ: είναι κρίμα που οι νέοι ποιητές έχουν ξεχάσει τον ερωδιό, υποθέτω πως πολλοί τους δε ξέρουν καν ότι είναι πουλί, όμως είναι τόσο όμορφη λέξη, έχει μέσα της τον έρωτα και το τριαντάφυλλο, έχει μέσα της μια λίμνη από άνθη. Αλλά και απ’τους παλιούς, λίγοι κάνουν αναφορά στον ερωδιό, ίσως θυμάμαι ένα ποίημα του Άγρα με αναφορά στον ερωδιό, αυθεντικός συμβολιστής ο Άγρας αν μη τι άλλο, όμως οι νέοι μας δε τον διαβάζουν, θα νομίζουν πως η εποχή μας τον έχει ξεπεράσει, αν νομίζουν το οτιδήποτε βεβαία). Ακόμη και αν έσφαλα στις κρίσεις μου πάντως, κανείς δε μπορεί να μου προσάψει ότι έπραξα υστερόβουλα. Πλέον ξέρω πως η αντίληψη μου, αντίληψη που κάθε καταξιωμένος λογοτέχνης της Ελλάδας σεβόταν και έτρεμε, ήταν περιορισμένη, ήταν μια ακίνητη σβούρα στο γραφείο μου: η αντίληψη μου έμοιαζε με την μάχη των Θερμοπυλών, και πως να σπάσω τους βράχους, πως να κατεδαφίσω τα στενά, όταν εκεί η νίκη μου ήταν σίγουρη. Θα ήταν αυτοκτονικό. Και όμως, ήρθε ο καιρός που βρήκα το θάρρος, και αν πλέον είμαι στο περιθώριο εμένα με ικανοποιεί η γνώση μιας μεγαλειώδους θυσίας. Αχ! Είναι δύσκολες οι μέρες μου, εγώ, ο Ντίνος Καράβας, ο διασημότερος Έλληνας κριτικός λογοτεχνίας, βρίσκομαι μόνος, τόσο μόνος, και παρόλα αυτά το φως του πρωινού με ζεσταίνει, το φως της Άνοιξης με αναπαύει, άμαξες κατεβαίνουν απ’τις 90º της στοργής. 
   Ο ήλιος κυκλοδίωκτος/ ως αράχνη μ’εδίπλωνε/ και με φως και με θάνατον/ ακαταπαύστως.Υπήρξε εποχή που το σαλόνι μου γέμιζε με την αφρόκρεμα ελληνικών γραμμάτων, και ποιος δεν έχει περάσει απ’το σαλόνι μου, και τι συζητήσεις κάναμε, εγώ πίσω απ’το ξύλινο γραφείο μου, να γεμίζω την πίπα μου και να την ανάβω, ένα πέπλο καπνού στέγνωνε το δωμάτιο: και αν απέναντι μου βρισκόταν ο Πρωτοεμφανιζόμενος Άγνωστος καθόταν σα παιδάκι ακόμα και αν ήταν πενήντα χρόνων, φάνταζα πελώριος, εγώ ο Ντίνος Καράβας, ο γκάνγκστερ των γραμμάτων όπως με είχε αποκαλέσει κάποτε η Μελισσάνθη, και για να δούμε, η νέα μου ανακάλυψη που θα της έδινα μίση σελιδούλα στην επόμενη εκδοσή του περιοδικού, αρκεί ν’άξιζε, εγώ ο Ντίνος Καράβας, που ποτέ δεν προώθησα κάποιον επειδή απλώς ήταν φίλος μου, που ποτέ δεν έκανα διαφήμιση σε κανέναν απλώς επειδή ήταν φίλος μου, αυτό το παραδέχονται ως και οι εχθροί μου. 
       Και ο καπνός μου τους έπιανε απ΄τον λαιμό και τους έσφιγγε, τους κοιτούσα πρώτα στα μάτια και τους επέτρεπα να μιλάνε, αλλά μόλις έπιανα τα χειρόγραφα και τα διάβαζα, δυνατά ή σιγανά, όπως και’να χει με ατόφιο συναίσθημα, μπορούσα να αισθανθώ τον φόβο, με όλη μου τη ψυχή τα διάβαζα γιατί έπρεπε να ακούσω το ποίημα και η ανάγνωση μου ήταν τσεκούρι από μπαμπάκι και καμιά φορά συγκινούσε και τον ίδιο τον ποιητή, εάν το ποίημα ήταν καλό βεβαία, γιατί τις περισσότερες το ποίημα ήταν για τα σκουπίδια. Αχ! πόσους υπέροχους στίχους έστειλα στον κάδο, με ένα ξίνισμα της μούρης και ένα «μη μ’απασχολείτε με αηδίες», πόσους υπέροχους νέους διαολόστειλα, ήμουν τυφλός, ένας βρυκόλακας με γραβάτα και ύφος, ο τυφλός βρυκόλακας της ποίησης, τρεφόμουν απ’το αίμα των σκυμμένων κεφαλιών, ο λοχαγός έδωσε διαταγή: στο απόσπασμα! Αηδίες, αυτήν τη λέξη χρησιμοποιούσα για να δείξω την αποστροφή μου, αηδίες και όλο μου το πρόσωπο στράβωνε, γιατί ναι, αηδίαζα με τους φαντασμένους και τους ψωνισμένους ατάλαντους, αηδίαζα με τους τενεκέδες που μου έγλειφαν τα κοκάλα, και κυρίως αηδίαζα με όλους αυτούς τους δήθεν μοντέρνους, που γράφανε ακατανόητες παλαβομάρες και ήθελαν να τις χάψω, όλους τους περιφρονητές του νοήματος, όμως ο Ντίνος Καράβας ήθελε την ουσία, ήθελε το π ν ε ύ- μ α να διέπει την σκέψη. Κύριοι, η ποίηση πρέπει να σφάζει, θέλω έναν χειριστή Ντοστογιέφσκι στο όχημα, ας θέσουμε επιτελούς τους προβληματισμούς που βασανίζουν τη ζωή μας στο Κέντρο, πίσω από κάθε στίχο, μια αλήθεια που ζεματάει! Και η αλήθεια μου έμοιαζε με τα κόκαλα της σούπας και ήταν για πέταμα, γιατί βάδιζα σ’ένα μονοπάτι από νόηση επίπεδου 2, με αράχνες και ηλεκτρικές σκούπες. 



 ΓΙΑ ΤΟ ΑΝΟΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ (  Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ  )

Για να ανοίξετε μια πόρτα, πρέπει πρώτα να την βρείτε. Αλλά μόλις την βρείτε η πόρτα θα πάψει να είναι πόρτα και θα γίνει έρωτας με την αγαπημένη σας ή ταβερνόκρασο ή ένα χαζό ποίημα του Παράσχου. Και τότε θα είναι αδύνατον να την ανοίξετε.

Μια μέρα στο χωριό μας έφτασε απρόσμενα ένας ξένος
που το όνομα του ήταν Τζόνι και κήρυττε με σθένος

Στα καπηλειά και στις πλατείες παρέα με τον μικρό του
τρελό ταξίδι ετοίμαζε που είδε στο όνειρο του 

Ξαναλέω: για να ανοίξετε μια πόρτα πρέπει να αγνοείτε παντελώς ότι πρόκειται για πόρτα.

Είπε πως πλοίο είχε κρυφό και σα διαμάντι γυάλιζε
η Χώρα των Ορίων είπε πολλούς κίνδυνους άξιζε

Έτσι ένα λαβωμένο πρωινό όταν τον πήραμε χαμπάρι
δόθηκε δειλά εντολή: "το τρελοκάραβο σαλπάρει’’

Για καιρό πίστευα ότι μονάχα ένα είδος συνανθρώπων μας είχε την δυνατότητα ν’ανοίγει πόρτες: οι ηλίθιοι. Πόσο τραγικά λάθος ήμουν!

Για μήνες και μήνες επιπλέαμε πάνω στο μπλε σαλάχι
μα όλη την οικουμένη σκίσαμε χωρίς ούτε μια μάχη

Ως το Γαλάζιο Μάτι φτάσαμε, ανεβήκαμε στο μνήμα
Ω! οι μέρες ήταν βαρετές και οι καρδιές μας σχίσμα

Είναι η μόρφωση εμπόδιο στο άνοιγμα μιας πόρτας; Ίσως. Ωστόσο υπάρχουν αμέτρητα παραδείγματα που μας βεβαιώνουν για την μερικότητα του ισχυρισμού αυτού.

Ήταν κίτρινα τα χεριά μας, σαν θειάφι το πρόσωπο μας
βαδίζαμε βαδίζαμε μα που ο προορισμός μας; 

Ποιος το βάσανο μας θα τελείωνε, να ματώνουμε τα πόδια
δέσαμε σε μια κοιλάδα που’βρεχε και βόσκανε τα βόδια

Όσοι είναι καταδικασμένοι να αποτυγχάνουν στο άνοιγμα των θυρών, είναι καταδικασμένοι να τις αναγνωρίζουν. Με την ουρά στα σκέλια.

Οι μέρες πέρναγαν σαν ύαινες και ήμασταν παραιτημένοι
το δάγκωμα τους ζωντανό μα εμείς μουγκοί και ξένοι

Οι αναμνήσεις ιθαγενείς το στήθος ξέσκιζαν με βέλος 
αχ! στη πατρίδα να μη μάθαιναν για το κακό μας τέλος! 

Ο πιο θλιβερός ηρωισμός: να ορμάς με το κεφάλι σου στο φύλλο της πόρτας. Δείτε τόσους και τόσους ποιητές.

Ο Τζον δεν άντεξε την θλίψη και σφάγιασε τον λαιμό του
τον θάψαμε κάτω από μια συκιά παρέα με τον υιό του. 

Και ήταν φρίκη να κοιτάς σπουδαίους άντρες να σαπίζουν
σαθροί θεοί όσοι δεν έδωσαν το τέλος που αξίζουν

Εκείνοι που εν τέλει τα καταφέρνουν είναι του κόσμου αυτού. Ή ενός τελείως άλλου. Καμιά πόρτα δεν άνοιξε στο μεταίχμιο.


Ώσπου ξημέρωσε η Κόκκινη Εποχή στον ποταμό της νύχτας
και λευκά αγάλματα μας χάραξαν: βαθιές πληγές της ήττας. 


-


ΘΕΟΖΩΟΛΟΓΙΑ- ΚΕΦΑΛΑΙΟ 35

Είναι γνωστό, ότι μεταξύ των ουράνιων σωμάτων τεράστιες δυνάμεις -όπως η βαρύτητα- λειτουργούν. Ο μεσολαβητής και ο φορέας αυτών μπορεί να είναι μόνο κάποιου είδους ακτινοβολία. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να εξηγηθεί, ότι η ύλη στο διάστημα αποτελείται απ’τα ίδια στοιχεία με τη γη, κάτι που έχει διευκρινιστεί σε ‘μας μέσω της φασματικής ανάλυσης.

Τα ηλεκτρικά-αισθητήρια όργανα βρέθηκαν πρωτίστως στις ανεπτυγμένες οντότητες που ζουν στο σκοτάδι. Τα ψάρια βαθέων υδάτων, οι νυχτερίδες, οι μυστικιστές Φρίσιοι της σκοτεινής περιοχής, oι σαύρες με το κεντρικό ηλεκτρικό μάτι, κόσμος περιφερόμενος στην ομίχλη, οι σοφοί Νιμπελούνγκεν -νάνοι· όλα αυτά έχουν μια εμφανή και περίεργη σχέση με τα αποτελέσματα των πιο προσφάτων ερευνών φυσικής επιστήμης.

Το κρύο εκπέμπεται απ’τον διάβολο, διαβάζουμε στους αρχαίους, ενώ στο Βιβλίο του Ιώβ (XXXVII, 9) διαβάζουμε το ίδιο πράμα για τον δράκο Μουσούσου. Ο Απολλώνιος λέει ότι υπάρχει μια φυλή μεταξύ των Κελτών που βλέπει καλύτερα τη νύχτα απ’τη μέρα. O Χέιμνταλ- Ίρινγκ που γεννήθηκε στην Ατλαντίδα – εκεί που ο ήλιος βυθίζεται- βλέπει σε απόσταση εκατοντάδων μέτρων. Οι χρησμοί δίνονται σε σπηλιές στο σκοτάδι. Ο σοφός σύμβουλος έρχεται να σε βρει τη νύχτα. Η ηλεκτρική ενέργεια είναι «Αποκάλυψη» και «Ενθουσιασμός» (έμπνευση). Αυτό που εμείς βλέπουμε έμμεσα και με πολύ κόπο με το επιστημονικό μας μάτι, ήταν ορατό απ’τους αρχαίους που χρησιμοποιούσαν μια διαφορετική όραση.






Ύπνε αιμοβόρε που μας κρατάς φυλακισμένους.
Η φυλακή σου γυάλινο κλουβί 
στα πόδια αργυροπελεκάνου που διασχίζει 
τον Ορφικό Κόλπο.
Έχει συνοδοιπόρο του
ένα καράβι φτιαγμένο  από νερά βροχής
και μια κανονιά για ταίρι
μια μάγισσα μουρλή και ιπτάμενη
ντυμένη με μαύρες νυχτερίδες.  
Κρεμασμένη η πραγματικότητα σε έναν ουρανό
όλο θεάματα και μύθους.
Μπαινοβγαίνουν φωνές παλιών χαμένων αδερφών
απο τις χαραμάδες της κορυφής.
Σαν τσιμεντένιο χαλάζι 
κρότοι στην ακοή μου
και ανασταίνουν έτσι πλανώδιους
νάνους μουσικούς.
Οργανοπαίχτες, χορευτές, ταχυδακτυλουργούς.
Και αναδύεται σαν άρωμα
λουλουδένιο
σε σπίτι παλιό αρχοντικό
 έτσι δειλά δειλά
το όνειρο.
Είναι μια όμορφη κυρά
κάτω από τον ίσκιο ενός γέρικου πλατάνου.
Αγνή, έφηβη ομορφιά
κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της
ένα βρέφος χρυσό ρολόι
Πιάνει ακατανόητη κουβέντα 
με όλα τα φρικιά της πεδιάδας
στοχεύει τον ουρανό
εκτοξεύει το μηχανικό νήπιο
κι εγώ νιώθω να χάνομαι.
Μουδιασμένος και βρεγμένος
στο λάκκο ενός μαρμάρινου
παγωμένου δαπέδου
με παρέα μου μοναδική
κάποιες μπουνιές στους τοίχους
και τα καλοζωισμένα μου νεύρα
υγρό διαυγές, ανάλαφρο, κοκκινωπό
χωμένο σε φιαλίδιο γυάλινο
πέφτει από το γραφείο στο πάτωμα.


                                                                          Ρ.Κ