Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018

Έσχατη Μέριμνα - Σίλουαν Κ.


Μιλάς σέρνοντας μια άμαξα, μιλάω σκαλίζοντας αναχρονισμούς, μιλάω φτιάχνοντας τη μελαγχολία που τρίβεται στα πόδια μου απόψε, σιλουανός όπως πέφτω στο χώμα με τα γόνατα λιωμένα, φεύγεις γιατί θέλεις να επιστρέψω νικητής, ο Αόρατος Πόλεμος ήταν χαμένος γιατί διάλεξα την λάθος πλευρά και το λάπτοπ φωτίζει τα μάτια της γάτας σου, θυμάσαι πού είδες ένα ποτάμι στον ύπνο σου; Μα γιατί μιλάς έτσι, αν θες να πεις κάτι πες το στα ίσα, κρύβομαι θα πει σημαδεύω τους κροτάφους με βαμβάκι, κρύβομαι θα πει πυροβολώ έναν ψεύτη, κρύβομαι τουλάχιστον αλλά. Οι στίχοι δε μπορούν να γραφτούν γιατί δε μπορώ να τους θυμηθώ: είναι η αποτυχία μας, αυτές οι λέξεις, το δροσερό ποτάμι των ζωντανών σου είπα τότε, εμείς θα έχουμε χάσει αν δε βρούμε μια άκρη, το μέτωπο μου που δέχτηκε δυο κρύα φιλιά, θα μπορούσαν δυο φιλιά να’ναι μια άκρη; 
όχι δεν θα 
σπάει ο λαιμός της νύχτας για μια βραχνή ανατολή, η έσχατη μέριμνα των κοιμισμένων κάτω απ’τον Μαύρο Ήλιο, η συμβολική εικόνα που καίει το γραφείο μου, όταν η συντριβή ενός χάρτινου ελικοπτέρου, ο γλυκός πόνος ενός δοντιού έτοιμου να πέσει, το ζεστό αίμα μιας θυσίας που μας δικαίωσε, στραμμένοι στο οικοδομημένο όνειρο, αυτό το μυαλό δε το χρειάζομαι καθόλου
είναι βάσανο όταν
ΔΕΝ ΑΠΑΙΤΕΙΤΑΙ ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ
μιλάω από μέσα μου και ξύνομαι στην ησυχία της λάμπας. Πόσες διαφορετικές λάμψεις, πόσες διαφορετικές σφαίρες, ξανά για την ίδια έφοδο, ξανά για την ίδια ενέδρα, οι γέφυρες που ανατινάζουμε είναι το μοναδικό πέρασμα·
με το κλείσιμο των ματιών στη λευκή αμμοθύελλα, με τα ανέγγιχτα ξίφη, με τα επίθετα που κυλιούνται πια στην μοκέτα σαν. 
Μιλάω από μέσα μου για τον σπαραγμό που απαιτεί κάθε λέξη από ‘δω και πέρα
μιλάς σέρνοντας μια άμαξα
μιλάω σκαλίζοντας αναχρονισμούς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου